- ξάπλωμα
- το [ξαπλώνω]1. άπλωμα2. κατάκλιση, πλάγιασμα3. επέκταση, διάδοση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ξάπλωμα — το, ατος 1. η πράξη και το αποτέλεσμα του ξαπλώνω, πλάγιασμα, κατάκλιση, άπλωμα. 2. μτφ., φόνος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εξάπλωμα — και ξάπλωμα, το (Μ [ἐ]ξάπλωμα, το) [εξαπλώνω] 1. εξάπλωση 2. ξάπλωμα, κατάκλιση 3. επέκταση, διάδοση μσν. ρίξιμο στο έδαφος και συνεκδ. ήττα («ξάπλωμα τού Δρακόκαρδου», Ερωτόκρ.) … Dictionary of Greek
ανάκλιση — η (Α ἀνάκλισις) [ἀνακλίνω] 1. κλίση προς τα πίσω, ξάπλωμα, πλάγιασμα 2. νεοελλ. ανασήκωμα 3. (Ψυχολ.) η πλήρης συναισθηματική εξάρτηση τού βρέφους από τη μητέρα ή την τροφό. Η στέρηση τής συναισθηματικής προσφοράς τών ατόμων αυτών (νοσοκομεία,… … Dictionary of Greek
ανάπτωσις — ἀνάπτωσις, η (AM) πτώση προς τα πίσω μσν. 1. χαλαρότητα, ατονία, απραξία 2. (για ύφος) έλλειψη ζωντάνιας, ατονία αρχ. κατάκλιση, ξάπλωμα … Dictionary of Greek
ευπροσωποκοίτης — εὐπροσωποκοίτης, ὁ (Α) φρ. «τύχαι εὐπροσωποκοῑται» ευνοϊκή τύχη, που έπεσε ευνοϊκά σαν την καλή πλευρά τού ζαριού (Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ πρόσωπος + κοίτης (< κοίτη «κρεβάτι, ξάπλωμα»), πρβλ. α κοίτης, παρα κοίτης] … Dictionary of Greek
ξαπλωσιά — η [ξαπλώνω] ξάπλωμα, ξάπλα, κατάκλιση … Dictionary of Greek
ξαπλωταριό — το 1. ξάπλα, ξάπλωμα, κατάκλιση 2. τόπος όπου ξαπλώνει κάποιος, χώρος κατάκλισης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξαπλωτός + κατάλ. αριό (πρβλ. ασκητ αριό)] … Dictionary of Greek
παραξάπλωμα — το [παραξαπλώνω] ξάπλωμα περισσότερο από το κανονικό … Dictionary of Greek
υποκατάκλισις — ίσεως, ἡ, ΜΑ [ὑποκατακλίνω] μσν. πλαγιασμα, ξάπλωμα κάτω από κάτι αρχ. (κυρίως μτφ.) α) υποταγή β) ταπείνωση … Dictionary of Greek
άπλωμα — το, ατος 1. το να απλώνει κανείς, ξάπλωμα, τέντωμα: Τι άπλωμα είναι αυτό των ποδαριών σου; 2. το να αφήσουμε κάτι στο ύπαιθρο, για να στεγνώσει, να ξεραθεί: Δεν είχε τελειώσει το άπλωμα της μπουγάδας, όταν τη φώναξαν … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)